επιδιδυμίδα

επιδιδυμίδα
η (AM ἐπιδιδυμίς)
σπειροειδής εκφορητικός πόρος από τον οποίο απεκκρίνεται το σπέρμα στον σπερματικό πόρο και βρίσκεται στο επάνω και πίσω μέρος τού όρχεως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπιδιδυμίδα — ἐπιδιδυμίς epididymis fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • όρχεις — (Ανατ.). Αρσενικοί γεννητικοί αδένες, που παράγουν τα σπερματοζωάρια και το μεγαλύτερο μέρος της αντρικής γεννητικής ορμόνης. Είναι δύο, έχουν σχήμα ωοειδές και βρίσκονται μέσα σε δερμάτινους χιτώνες. Το πάνω άκρο τους, που καλύπτεται από την… …   Dictionary of Greek

  • κεφαλή — Το άνω άκρο του ανθρώπινου σώματος ή το πρόσθιο μέρος του σώματος των ζώων, όπου εδράζεται ο εγκέφαλος, η είσοδος του πεπτικού σωλήνα, τα αισθητήρια όργανα, περισσότερο ή λιγότερο τελειοποιημένα, καθώς και άλλες δομές, όπως οι τρίχες. Η κ. των… …   Dictionary of Greek

  • μίτρα — Χρυσοποίκιλτο κάλυμμα της κεφαλής των αρχιερέων, το οποίο φορούν στις λειτουργίες. Με την ίδια ονομασία χαρακτηριζόταν κατά την αρχαιότητα η ζώνη που φορούσαν οι πολεμιστές κάτω από τον θώρακά τους, η ταινία με την οποία οι Ελληνίδες έδεναν τα… …   Dictionary of Greek

  • ορχίτιδα — (Ιατρ.). Οξεία ή χρονία φλεγμονή του όρχεως, που συνήθως εμφανίζεται ως επιπλοκή της παρωτίτιδας. Προκαλείται επίσης από τραυματισμό, μόλυνση της ουρήθρας ή μόλυνση του αίματος. Η συφιλιδική ο. είναι σπάνια στη σύγχρονη εποχή. Η φυματίωση και η… …   Dictionary of Greek

  • ορχεοεπιδιδυμίτιδα — η η ταυτόχρονη φλεγμονή τού όρχεως και τής επιδιδυμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < όρχις, εως + επιδιδυμίδα + ίτιδα*] …   Dictionary of Greek

  • παραστάτης — ο, ΝΜΑ, θηλ. παραστάτις ΜΑ, παραστάτιδα Ν [παρίσταμαι] αυτός που συμπαρίσταται, που στέκεται κοντά για να βοηθήσει κάποιον νεοελλ. 1. αρχιτ. η παραστάδα 2. βοτ. καθένα από τα δύο κύτταρα που βρίσκονται δεξιά και αριστερά τής ωοθήκης τών… …   Dictionary of Greek

  • σπερματικός — ή, ό / σπερματικός, ή, όν, ΝΜΑ [σπέρμα, ατος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σπέρμα («σπερματικά ὄργανα». Αριστοτ.) 2. φρ. α) «σπερματικός λόγος» (στη στωική φιλοσ.) γενετική αρχή, δύναμη και ουσία μέσω τής οποίας και από την οποία… …   Dictionary of Greek

  • τριχομονάδες — Γένος μαστιγοφόρων πρωτόζωων της τάξης των πολυμαστιγωτών που προκαλούν νόσημα των ουρογεννητικών οργάνων των γυναικών. Οι άνδρες προσβάλλονται σπανιότερα από τ. και μόνο ύστερα από σεξουαλική επαφή με γυναίκα που πάσχει από το νόσημα. Οι τ. στις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”